συνεκπαίδευση

συνεκπαίδευση
[-ις (-εως)] η см. συνδιδασκαλία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συνεκπαίδευση" в других словарях:

  • συνεκπαίδευση — η, Ν η από κοινού εκπαίδευση μαθητών και τών δύο φύλων, μικτή εκπαίδευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εκπαίδευση. Η λ., στον λόγιο τ. συνεκπαίδευσις, μαρτυρείται από το 1831 στο περιοδικό Αιγιναία] …   Dictionary of Greek

  • συνεκπαίδευση — η μεικτή εκπαίδευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Κοντορσέ, Μαρί Ζαν Αντουάν Νικολά ντε Καριτά — (Marie Jean Antoine Nicolas de Caritat Condorcet, Ριμπόν 1743 – Μπουργκ λα Ρεν 1794). Γάλλος φιλόσοφος. Ένθερμος υποστηρικτής των αναμορφωτικών ιδεών της εποχής του, χρημάτισε, μετά το 1789, βουλευτής και πρόεδρος της νομοθετικής συνέλευσης, στην …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Χόρας — (Horace Mann, Φράνκλιν, Μασαχουσέτη, 1796 – Γέλοου Σπρινγκς, Οχάιο 1859). Αμερικανός παιδαγωγός. Καταγόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια. Κατάφερε ωστόσο να γίνει δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Μπράουν, απ’ όπου αποφοίτησε με διάκριση το 1819.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»